καταπληκτικός
[katapliktiˈkos], καταπληκτική, καταπληκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
  -   erstaunlich, verblüffendκαταπληκτικός που προκαλεί έκπληξηκαταπληκτικός που προκαλεί έκπληξη
-   großartig, fantastischκαταπληκτικός φαντασικόςκαταπληκτικός φαντασικός
