καταλογισμός
[katalojizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Anrechnungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταλογισμός απόδοση ευθύνηςUnterstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταλογισμός απόδοση ευθύνηςκαταλογισμός απόδοση ευθύνης
- Zurechnungsfähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταλογισμός νομικός όρος | Rechtswesenνομκαταλογισμός νομικός όρος | Rechtswesenνομ