„κατακρημνίζω“: μεταβατικό ρήμα κατακρημνίζω [katakrimˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ausfällen ausfällen κατακρημνίζω χημεία | Chemieχημ κατακρημνίζω χημεία | Chemieχημ