κατακρίνω
[kataˈkrino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- verurteilenκατακρίνω κατηγορώκατακρίνω κατηγορώ
- missbilligenκατακρίνω αποδοκιμάζωκατακρίνω αποδοκιμάζω
- bemängeln, kritisierenκατακρίνω ασκώ κριτικήκατακρίνω ασκώ κριτική