κατακλυσμός
[kataklizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Überschwemmungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατακλυσμός πλημύρακατακλυσμός πλημύρα
- Sintflutθηλυκό | Femininum, weiblich fκατακλυσμός βιβλικόςκατακλυσμός βιβλικός
- Flutθηλυκό | Femininum, weiblich fκατακλυσμός αφθονία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκατακλυσμός αφθονία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- starker Regenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατακλυσμός δυνατή βροχή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκατακλυσμός δυνατή βροχή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ