καταβάλλω
[kataˈvalo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- bezwingen, überwältigenκαταβάλλω εχθρόκαταβάλλω εχθρό
- übermannenκαταβάλλω ύπνοςκαταβάλλω ύπνος
- aufwendenκαταβάλλω κόπο, δυνάμειςκαταβάλλω κόπο, δυνάμεις
- einzahlenκαταβάλλω εμπόριο | Handelεμπκαταβάλλω εμπόριο | Handelεμπ