Griechisch-Deutsch Übersetzung für "κατάστημα"

"κατάστημα" Deutsch Übersetzung

κατάστημα
[kaˈtastima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Übersicht aller Übersetzungen

(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)

  • Ladenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    κατάστημα εμπορικό
    Geschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    κατάστημα εμπορικό
    κατάστημα εμπορικό
  • Geschäftsstelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κατάστημα όπου στεγάζεται υπηρεσία, εταρεία
    Dienststelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κατάστημα όπου στεγάζεται υπηρεσία, εταρεία
    κατάστημα όπου στεγάζεται υπηρεσία, εταρεία
Beispiele
  • κατάστημα cash and carry
    Abholmarktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    κατάστημα cash and carry
  • κατάστημα βιολογικών προϊόντων
    Bioladenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    κατάστημα βιολογικών προϊόντων
  • κατάστημα γούνας
    Pelzgeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    κατάστημα γούνας
  • Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen
ειδικό κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Fachhandelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Spezialgeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ειδικό κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εξειδικευμένο κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n υπολογιστών
Computerfachgeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εξειδικευμένο κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n υπολογιστών
κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n τροφίμων
Lebensmittelgeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n τροφίμων
κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ηλεκτρικών ειδών
Elektrogeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ηλεκτρικών ειδών
κερδοφόρο κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Goldgrubeθηλυκό | Femininum, weiblich f
κερδοφόρο κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εξειδικευμένο κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εξειδικευμένο κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n καλλυντικών
Drogerieθηλυκό | Femininum, weiblich f
κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n καλλυντικών
διαδικτυακό κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Onlineshopαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Internetshopαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Webshopαρσενικό | Maskulinum, männlich m
διαδικτυακό κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εκπτωτικό κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Discounterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Discountladenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εκπτωτικό κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Sagen Sie uns Ihre Meinung!

Wie gefällt Ihnen das Online Wörterbuch?

Vielen Dank für Ihre Bewertung!

Sie haben Feedback zu unseren Online Wörterbüchern?

Fehlt eine Übersetzung, ist Ihnen ein Fehler aufgefallen oder wollen Sie uns einfach mal loben? Füllen Sie bitte das Feedback-Formular aus. Die Angabe der E-Mail-Adresse ist optional und dient gemäß unserem Datenschutz nur zur Beantwortung Ihrer Anfrage.

Bitte bestätigen Sie, dass Sie ein Mensch sind, indem Sie ein Häkchen setzen.*

*Pflichtfeld

Bitte füllen Sie die gekennzeichneten Felder aus.

Vielen Dank für Ihr Feedback!

Besuchen Sie uns auf: