κατάπτωση
[kaˈtaptosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Zusammenbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατάπτωση εξάντλησηκατάπτωση εξάντληση
- Verfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mκατάπτωση ξεπεσμόςκατάπτωση ξεπεσμός
Beispiele
- νευρική κατάπτωσηNervenzusammenbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m