„κατάγομαι“: αποθετικό ρήμα κατάγομαι [kaˈtaɣome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <ohneαόριστος | Aorist aor> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) herkommen, stammen (ab)stammen (από aus, von) κατάγομαι herkommen κατάγομαι κατάγομαι Beispiele από πού κατάγεσαι; wo stammst du her? από πού κατάγεσαι;