καραμέλα
[karaˈmela]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Bonbonαρσενικό και ουδέτερο | Maskulinum und Neutrum m/nκαραμέλακαραμέλα
Beispiele
- καραμέλα βουτύρουKaramellbonbonαρσενικό και ουδέτερο | Maskulinum und Neutrum m/n
- καραμέλα βουτύρουSahnebonbonαρσενικό και ουδέτερο | Maskulinum und Neutrum m/n
- καραμέλα ευκαλύπτουEukalyptusbonbonαρσενικό και ουδέτερο | Maskulinum und Neutrum m/n
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen