καμίνι
[kaˈmini]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Schmelzofenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαμίνικαμίνι
- (Mords-)Hitzeθηλυκό | Femininum, weiblich fκαμίνι υπερβολική ζέστη μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφGlutθηλυκό | Femininum, weiblich fκαμίνι υπερβολική ζέστη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκαμίνι υπερβολική ζέστη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ