„καλλιεργητής“: αρσενικό καλλιεργητής [kalierjiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, καλλιεργήτρια [kalierˈjitria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Landwirt, Züchter Landwirtαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f καλλιεργητής γεωργός καλλιεργητής γεωργός Züchterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f καλλιεργητής μαργαριταριών καλλιεργητής μαργαριταριών