καθυστερούμενος
[kaθisteˈrumenos], καθυστερούμενη, καθυστερούμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ausstehendκαθυστερούμενοςκαθυστερούμενος
Vielen Dank für Ihr Feedback!