καθημερινός
[kaθimeriˈnos], καθημερινή, καθημερινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- (all)täglichκαθημερινός που γίνεται σε καθημερινή βάσηκαθημερινός που γίνεται σε καθημερινή βάση
- Tages-καθημερινός σχετικός με την ημέρακαθημερινός σχετικός με την ημέρα
Beispiele
- καθημερινά ρούχαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplAlltagskleidungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καθημερινές έννοιεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplAlltagssorgenπληθυντικός | Plural pl
- καθημερινή ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich fAlltagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen