„καθαλατώνομαι“: αμετάβατο ρήμα καθαλατώνομαι [kaθalaˈtonome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) verkalken verkalken καθαλατώνομαι καθαλατώνομαι