καθάρισμα
[kaˈθarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- καθάρισμα
- Putzenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαθάρισμα κ. σαλάταςκαθάρισμα κ. σαλάτας
- Klärungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθάρισμα ξεκαθάρισμακαθάρισμα ξεκαθάρισμα
- Begleichungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθάρισμα λογαριασμού μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκαθάρισμα λογαριασμού μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ