„κέρμα“: ουδέτερο κέρμα [ˈkjerma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Münze, Geldstück Münzeθηλυκό | Femininum, weiblich f κέρμα Geldstückουδέτερο | Neutrum, sächlich n κέρμα κέρμα Beispiele κέρματαπληθυντικός | Plural pl Hartgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n κέρματαπληθυντικός | Plural pl