„κέρατο“: ουδέτερο κέρατο [ˈkjerato]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Horn, Geweih Hornουδέτερο | Neutrum, sächlich n κέρατο κέρατο Geweihουδέτερο | Neutrum, sächlich n κέρατο πληθυντικός | Pluralpl κέρατο πληθυντικός | Pluralpl