κένωση
[ˈkjenosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Leerungθηλυκό | Femininum, weiblich fκένωση άδειασμακένωση άδειασμα
- Räumungθηλυκό | Femininum, weiblich fκένωση αίθουσας, χώρουκένωση αίθουσας, χώρου
- Stuhlgangαρσενικό | Maskulinum, männlich mκένωση ιατρική | MedizinιατρEntleerungθηλυκό | Femininum, weiblich fκένωση ιατρική | Medizinιατρκένωση ιατρική | Medizinιατρ