κάδος
[ˈkaðos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- κάδος
- Bottichαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάδος βαρέλικάδος βαρέλι
- Containerαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάδος χαρτιού, μπουκαλιώνκάδος χαρτιού, μπουκαλιών
Beispiele
- κάδος ανακύκλωσης γυαλιούAltglascontainerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κάδος άχρηστων χαρτιώνAltpapiercontainerαρσενικό | Maskulinum, männlich m