κάγκελο
[ˈkaŋgjelo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Gitterουδέτερο | Neutrum, sächlich nκάγκελο παράθυρουκάγκελο παράθυρου
- Gitterzaunαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάγκελο κήπουκάγκελο κήπου
Beispiele
- κάγκελαGeländerουδέτερο | Neutrum, sächlich n