ισόπαλος
[iˈsopalos], ισόπαλη, ισόπαλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ισόπαλος ίδιας δύναμης
- unentschiedenισόπαλος αθλητισμός | Sportαθλισόπαλος αθλητισμός | Sportαθλ