„ιλαρυντικός“ ιλαρυντικός [ilarindiˈkos], ιλαρυντική, ιλαρυντικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erheiternd erheiternd ιλαρυντικός ιλαρυντικός Beispiele ιλαρυντικό αέριοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Lachgasουδέτερο | Neutrum, sächlich n ιλαρυντικό αέριοουδέτερο | Neutrum, sächlich n