ικανοποιούμαι
[ikanopiˈume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
  -   sich zufriedengebenικανοποιούμαι μένω ικανοποιημένοςικανοποιούμαι μένω ικανοποιημένος
-   befriedigt werdenικανοποιούμαι ορμές, απαιτήσειςικανοποιούμαι ορμές, απαιτήσεις
