ικανοποίηση
[ikanoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Genugtuungθηλυκό | Femininum, weiblich fικανοποίηση αίσθημα ευχαρίστησηςικανοποίηση αίσθημα ευχαρίστησης
- Befriedigungθηλυκό | Femininum, weiblich fικανοποίηση απαιτήσεων, ορμώνικανοποίηση απαιτήσεων, ορμών
- Erfüllungθηλυκό | Femininum, weiblich fικανοποίηση επιθυμίαςικανοποίηση επιθυμίας