ιδρύω
[iˈðrio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- gründenιδρύω εταιρεία, κράτος, πόληιδρύω εταιρεία, κράτος, πόλη
- einrichtenιδρύω ίδρυμαιδρύω ίδρυμα
- ιδρύω κτίζω
- stiftenιδρύω διαθέτω τα χρήματαιδρύω διαθέτω τα χρήματα