„ιατρείο“: ουδέτερο ιατρείο [iaˈtrio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Praxis (Arzt-)Praxisθηλυκό | Femininum, weiblich f ιατρείο ιατρείο Beispiele ιατρείο μικρών ζώων Kleintierpraxisθηλυκό | Femininum, weiblich f ιατρείο μικρών ζώων