θητεία
[θiˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Militärdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich mθητείαWehrdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich mθητείαθητεία
- Amtszeitθηλυκό | Femininum, weiblich fθητεία σε αξίωμαθητεία σε αξίωμα
Beispiele
- υποχρεωτική στρατιωτική θητείαWehrpflichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ενταλλακτική (κοινωνική) θητείαErsatzdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich m