„θηρίο“: ουδέτερο θηρίο [θiˈrio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) wildes Tier, Bestie wildes Tierουδέτερο | Neutrum, sächlich n θηρίο άγριο ζώο θηρίο άγριο ζώο Bestieθηλυκό | Femininum, weiblich f θηρίο τέρας θηρίο τέρας Beispiele γίνομαι θηρίο rotsehen γίνομαι θηρίο