θεομηνία
[θeomiˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Naturkatastropheθηλυκό | Femininum, weiblich fθεομηνία φυσική καταστροφήθεομηνία φυσική καταστροφή
- Unwetterουδέτερο | Neutrum, sächlich nθεομηνία σφοδρή κακοκαιρίαθεομηνία σφοδρή κακοκαιρία