„θείος“: αρσενικό θείος [ˈθios]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Onkel Onkelαρσενικό | Maskulinum, männlich m θείος θείος
„θείος“ θείος [ˈθios], θεία, θείοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) göttlich göttlich θείος θείος Beispiele θεία δίκηθηλυκό | Femininum, weiblich f ausgleichende Gerechtigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f θεία δίκηθηλυκό | Femininum, weiblich f Θεία Κοινωνίαθηλυκό | Femininum, weiblich f θρησκεία | Religionθρησκ Messweinαρσενικό | Maskulinum, männlich m Θεία Κοινωνίαθηλυκό | Femininum, weiblich f θρησκεία | Religionθρησκ θεία λειτουργίαθηλυκό | Femininum, weiblich f θρησκεία | Religionθρησκ Gottesdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich m θεία λειτουργίαθηλυκό | Femininum, weiblich f θρησκεία | Religionθρησκ θείο βρέφοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Christkindουδέτερο | Neutrum, sächlich n θείο βρέφοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n θειούχο λουτρόουδέτερο | Neutrum, sächlich n Schwefelbadουδέτερο | Neutrum, sächlich n θειούχο λουτρόουδέτερο | Neutrum, sächlich n Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen