θανάσιμος
[θaˈnasimos], θανάσιμη, θανάσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- tödlichθανάσιμος κτύπημα, ασθένειαθανάσιμος κτύπημα, ασθένεια
- schwerwiegend, unverzeihlichθανάσιμος λάθοςθανάσιμος λάθος
Beispiele