θαμπός
[θamˈbos], θαμπή, θαμπόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- mattθαμπός όχι διαυγήςθαμπός όχι διαυγής
- trüb(e)θαμπός φωςθαμπός φως
- glanzlosθαμπός χωρίς λάμψηθαμπός χωρίς λάμψη
- undeutlichθαμπός δυσδιάκριτοςθαμπός δυσδιάκριτος
- beschlagenθαμπός ποτήρι, τζάμιθαμπός ποτήρι, τζάμι
- unscharfθαμπός φωτογραφίαθαμπός φωτογραφία