θάλαμος
[ˈθalamos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Kammerθηλυκό | Femininum, weiblich fθάλαμος τεχνική | Technikτεχνθάλαμος τεχνική | Technikτεχν
- Kabineθηλυκό | Femininum, weiblich fθάλαμος καμπίναθάλαμος καμπίνα
- Raumkapselθηλυκό | Femininum, weiblich fθάλαμος διαστημικά ταξίδιαθάλαμος διαστημικά ταξίδια
Beispiele
- σκοτεινός θάλαμος φωτογραφία | FotografieφωτοDunkelkammerθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τηλεφωνικός θάλαμοςTelefonzelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- θάλαμος αερίωνGaskammerθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen