„ηλικιωμένος“: επίθετο, ως επίθετο ηλικιωμένος [ilikjioˈmenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ηλικιωμένη, ηλικιωμένο Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) alt, betagt alt, betagt ηλικιωμένος άνθρωπος ηλικιωμένος άνθρωπος „ηλικιωμένος“: αρσενικό και θηλυκό ηλικιωμένος [ilikjioˈmenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Senior Seniorαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλικιωμένος ηλικιωμένος