„ζυμαρικά“: πληθυντικός ουδετέρου ζυμαρικά [zimariˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Nudeln, Teigwaren Nudelnπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl ζυμαρικά Teigwarenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl ζυμαρικά ζυμαρικά