„ζεσταίνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ζεσταίνομαι [zesˈtenome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sich wärmen, sich aufwärmen, warm werden, sich erwärmen sich aufwärmen, sich erwärmen sich wärmen, sich aufwärmen ζεσταίνομαι ώστε να μην κρυώνω ζεσταίνομαι ώστε να μην κρυώνω warm werden, sich erwärmen ζεσταίνομαι γίνομαι ζεστός ζεσταίνομαι γίνομαι ζεστός sich aufwärmen ζεσταίνομαι προετοιμάζομαι για αθλητική δραστηριότητα ζεσταίνομαι προετοιμάζομαι για αθλητική δραστηριότητα sich erwärmen ζεσταίνομαι κλίμα ζεσταίνομαι κλίμα Beispiele ζεσταίνομαι πολύ σήμερα! mir ist heute so warm! ζεσταίνομαι πολύ σήμερα!