ζαρωμένος
[zaroˈmenos], ζαρωμένη, ζαρωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- faltig, runzligζαρωμένος πρόσωποζαρωμένος πρόσωπο
- knitterig, zerknittertζαρωμένος ρούχοζαρωμένος ρούχο