εύχρηστος
[ˈefxristos], εύχρηστη, εύχρηστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- handlich, benutzerfreundlich, praktischεύχρηστος εργαλείοεύχρηστος εργαλείο
- gebräuchlichεύχρηστος λέξηεύχρηστος λέξη