εύρημα
[ˈevrima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Fundαρσενικό | Maskulinum, männlich mεύρημα ό,τι βρίσκει κανείςεύρημα ό,τι βρίσκει κανείς
- Einfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mεύρημα ιδέα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεύρημα ιδέα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
Beispiele
- ευρήματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl νεκροψίαςSektionsbefundαρσενικό | Maskulinum, männlich m