„ευπροσήγορος“ ευπροσήγορος [efproˈsiɣoros], ευπροσήγορη, ευπροσήγοροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ansprechbar ansprechbar ευπροσήγορος ευπροσήγορος