ευκολοχώνευτος
[efkoloˈxoneftos], ευκολοχώνευτη, ευκολοχώνευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- leicht verdaulich, verträglichευκολοχώνευτος φαγητόευκολοχώνευτος φαγητό