„ευκίνητος“ ευκίνητος [efˈkjinitos], ευκίνητη, ευκίνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) beweglich, wendig, agil, flink beweglich, wendig, agil ευκίνητος ευκίνητος flink ευκίνητος σβέλτος ευκίνητος σβέλτος