„ευθύγραμμος“ ευθύγραμμος [efˈθiɣramos], ευθύγραμμη, ευθύγραμμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) geradlinig geradlinig ευθύγραμμος ευθύγραμμος