„ευεργετικός“ ευεργετικός [everjetiˈkos], ευεργετική, ευεργετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) wohltuend, wohltätig wohltuend ευεργετικός που κάνει καλό ευεργετικός που κάνει καλό wohltätig ευεργετικός σχετικός με την ευεργεσία ευεργετικός σχετικός με την ευεργεσία