„ευαγγελικός“ ευαγγελικός [evaŋgjeliˈkos], ευαγγελική, ευαγγελικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) evangelisch evangelisch ευαγγελικός ευαγγελικός