„ερωτογενής“ ερωτογενής [erotojeˈnis], ερωτογενής, ερωτογενέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erogen erogen ερωτογενής ερωτογενής