ερμηνεύω
[ermiˈnevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- auslegen, erläutern, interpretierenερμηνεύω εξηγώερμηνεύω εξηγώ
- übersetzenερμηνεύω μεταφράζωερμηνεύω μεταφράζω
- deutenερμηνεύω όνειροερμηνεύω όνειρο
- darstellenερμηνεύω θέατρο | Theaterθεατερμηνεύω θέατρο | Theaterθεατ
- vortragenερμηνεύω τραγούδιερμηνεύω τραγούδι