ερμηνεύτρια
[ermiˈneftria]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Übersetzerinθηλυκό | Femininum, weiblich fερμηνεύτρια μεταφραστήςερμηνεύτρια μεταφραστής
- Interpretinθηλυκό | Femininum, weiblich fερμηνεύτρια θεατρικού, μουσικού έργουερμηνεύτρια θεατρικού, μουσικού έργου