ερευνητικός
[erevnitiˈkos], ερευνητική, ερευνητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- forschendερευνητικός βλέμμαερευνητικός βλέμμα
- Forschungs-ερευνητικός σχετικός με την έρευναερευνητικός σχετικός με την έρευνα
Beispiele
- ερευνητικό κέντροForschungszentrumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ερευνητικό πρόγραμμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nForschungsprogrammουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ερευνητικό στάδιοουδέτερο | Neutrum, sächlich nErmittlungsstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m